-
1 спать
спать κοιμούμαι; ложиться \спать πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω; я хочу \спать θέλω να κοιμηθώ, νυστάζω* * *ложи́ться спать — πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω
я хочу́ спать — θέλω να κοιμηθώ, νυστάζω
-
2 спать
сплю, спишь, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло, μτχ. ενστ. спящийρ.δ.1. κοιμούμαι•глубоким сном κοιμούμαι βαθιά•
я всю ночь не спал όλη τη νύχτα δε κοιμήθηκα•
мне хочется θέλω να κοιμηθώ.
|| (για νεκρούς)• αναπαύομαι.2. μτφ. είμαι νωθρός, νωχελής, οκνός, νωθρεύω, οκνεύω•а ты не спи, действуй ε μην κοιμάσαι (μη οκνεύεις), δράσε (κουνήσου).
3. (για συνουσία) συγκοιμούμαι, πλαγιάζω μαζί.εκφρ.спать и (во сне) видеть – θέλω πολύ, επιθυμώ σφόδρα, πεθαίνω, ψοφώ.κοιμούμαι• θέλω να κοιμηθώ. -
3 хотеть
хот||етьнесов θέλω/ ἐπιθυμώ (желать):· \хотеть есть θέλω νά φά(γ)ω· \хотеть спать θέλω νά κοιμηθώ· \хотеть мира ἐπιθυμώ είρήνη· мне \хотетьелось бы его́ ви́деть θά ήθελα νά τόν ἱδῶ· как \хотетьйте ὅπως θέλετε, ὅπως ἐπιθυμείτε· он делает, что хочет κάνει, ὅτι θέλει· что вы \хотетьи́те сказать? τί θέλετε νά πείτε;·\хотетьел бы я знать всю правду θά ήθελα νά ξέρω ὅλην τήν ἀλήθεια· ◊ хочешь не хочешь разг τό θέλεις δέν τό θέλεις, δέν θέλοντας καί μή.
См. также в других словарях:
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
κείω — (I) κείω και, στον Όμ. μια φορά, κέω (Α) 1. θέλω να κοιμηθώ («ἔνθ ἴομεν κείοντες ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν εὐνή», Ομ. Ιλ.) 2. πλαγιάζω, κοιμάμαι («ὄρσο κέων, ὦ ξεῑνε πεποίηται δέ τοι εὐνή» πήγαινε να πλαγιάσεις, ξένε σού έχουμε ετοιμάσει κρεβάτι, Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
κοιμητικώς — κοιμητικῶς (Α) επίρρ. 1. νυσταλέα, νυστάζοντας 2. φρ. «κοιμητικώς ἔχω» α) θέλω να κοιμηθώ β) νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιμῶμαι, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *κοιμητικός] … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
μόκο! — (λ. ιταλ.), σιωπή, ησυχία, σκασμός: Μόκο, θέλω να κοιμηθώ! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
γωνίτσα — η 1. μικρή γωνία, απόμερος τόπος: Θέλω μια γωνίτσα για να κοιμηθώ. 2. το σπίτι: Κάθε βράδυ γυρίζει στη γωνίτσα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)